Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδοκίς — cross beam fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοκίδα — η (Α διαδοκίς) [δοκίς] η πλάγια δοκός στην οποία στηρίζονται οι άλλες, η τραβέρσα … Dictionary of Greek